- σύμφυση
- adhérence
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
σύμφυση — (Ιατρ.). Παθολογική ένωση δύο επιφανειών βλεννογόνου, ορογόνου ή δέρματος που συγκολλούνται μεταξύ τους από αφορμή ενός εξιδρώματος ή νεκρωτικού υλικού. Συνήθως είναι αποτέλεσμα μιας φλεγμονώδους διεργασίας ή ενός τραύματος των ιστών. Σ.… … Dictionary of Greek
σύμφυση — η 1. φυσική συνένωση: Σύμφυση βλαστών. 2. συνένωση οστών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμφύσῃ — συμφύσηι , σύμφυσις growing together fem dat sg (epic) συμφύ̱σῃ , συμφύω make to grow together aor part act fem dat sg (attic epic ionic) συμφύ̱σῃ , συμφύω make to grow together aor subj mid 2nd sg συμφύ̱σῃ , συμφύω make to grow together aor subj … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηβική σύμφυση — Σύμφυση της λεκάνης, με την οποία τα δύο ηβικά οστά ενώνονται μεταξύ τους στην πρόσθια επιφάνεια της λεκάνης. H η.σ. αποτελεί το στερεό υπόστρωμα του εφηβαίου … Dictionary of Greek
συνέχεια — η, ΝΜΑ [συνεχής] (για πράγμ. και καταστάσεις) αδιάκοπη συνοχή ή διαδοχή, αδιάσπαστη ακολουθία νεοελλ. 1. αυτό που έπεται, αυτό που επακολουθεί («η συνέχεια τού άρθρου δημοσιεύεται αύριο») 2. σημείο στίξης [ ] που μπαίνει ανάμεσα στις συλλαβές μη… … Dictionary of Greek
διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… … Dictionary of Greek
συμφυτικός — ή, ό / συμφυτικός, ή, όν, ΝΑ [σύμφυτος] αυτός που επιφέρει σύμφυση νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύμφυση 2. ιατρ. (για φλεγμονή) αυτή που προκαλεί συμφύσεις μεταξύ οργάνων ή ιστών τού σώματος, οι οποίοι είναι φυσιολογικά χωριστοί… … Dictionary of Greek
αγκυλοβλέφαρος — ἀγκυλοβλέφαρος, ον (Α) αυτός που πάσχει από αγκύλωση, σύμφυση τών βλεφάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + βλέφαρον] … Dictionary of Greek
αδέλφωμα — και αδέρφωμα, το [αδελφώνω] 1. συμφιλίωση, μόνοιασμα 2. σύμφυση βλαστών, παραφυάδων από το ίδιο στέλεχος ενός φυτού, κυρίως δημητριακών … Dictionary of Greek
αμφιάρθρωση — η (Ανατ.) τύπος άρθρωσης με περιορισμένη κινητικότητα. Περιβάλλεται από ισχυρούς επιδέσμους, ενώ συχνά ανάμεσα στις αρθρικές επιφάνειες παρεμβάλλεται ινοχόνδρινος δίσκος. Εδώ ανήκουν οι μεσοσπονδύλιες αρθρώσεις και η ηβική σύμφυση … Dictionary of Greek
αρμογή — η (AM ἁρμογή) 1. το σημείο όπου εφαρμόζουν δύο πράγματα 2. η σύνδεση των οστών, η άρθρωση αρχ. 1. η σύμφυση δύο οστών (χωρίς άρθρωση) 2. μουσ. η αρμονία 3. «κώλων ἁρμογή» η σύνδεση των προτάσεων … Dictionary of Greek